- χειρόμακτρο
- το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α(λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριώναρχ.είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω «τρίβω»). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το -ω- τής σπανιότερης γρφ. χειρώμακτρον. Κατά μία άποψη, οφείλεται στην επίδραση τών τ. χείρωμα, χειρῶναξ, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση από ένα αμάρτυρο *χειρώμαρκτρον, με β' συνθετικό που ανάγεται στο ρ. ὀμόργνυμι «σφουγγίζω, σκουπίζω» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄμαρξονἀπόμαξον), όπου το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω σύνθεσης].
Dictionary of Greek. 2013.